- καμόρα
- (Camorra). Μυστική οργάνωση με μεγάλη δύναμη, που άρχισε να δραστηριοποιείται στη νότια Ιταλία το 1820.
Η πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης αναφέρεται στην Ισπανία, στη γλώσσα της οποίας σημαίνει φιλονικία. Η Κ. αρχικά επικέντρωσε τις ενέργειές της στις φυλακές της Νάπολης, με σκοπό την προστασία των φυλακισμένων από τη βάρβαρη μεταχείριση. Το 1830 κατάδικοι που είχαν πλέον εκτίσει την ποινή τους μετέφεραν τη δραστηριότητα της Κ. στην πόλη, στους δρόμους της οποίας συνεννοούνταν –με διάφορα συνθήματα– για την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων από τις αστυνομικές περιπολίες. Η Κ. αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια κλοπών, δολοφονιών, εκβιασμών και γενικά κάθε είδους έγκλημα για λογαριασμό τρίτων. Επίσης ανάγκαζε τους πλούσιους να τη χρηματοδοτούν με αντάλλαγμα την προστασία της ζωής τους. Τελικά η Κ. είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να έχει προστάτες και συνεργάτες ακόμα και στους κόλπους των ιταλικών κυβερνήσεων. Στα μέσα του 19ου αι. μάλιστα η συμμετοχή στην οργάνωση θεωρείτο τίτλος τιμής. Ωστόσο, για να γίνει κάποιος μέλος της Κ. έπρεπε να υποστεί σκληρές δοκιμασίες και να αποδείξει το θάρρος του. Από το 1861 ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες για τη διάλυση της Κ. Το τελικό χτύπημα κατά της οργάνωσης δόθηκε το 1911, έτος κατά το οποίο εξαπολύθηκε πραγματική εκστρατεία, που έληξε το επόμενο έτος. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες για την εξάρθρωσή της, πολλοί υποστηρίζουν ότι η οργάνωση δεν έχει διαλυθεί.
Μέλη της Καμόρας, σε λιθογραφία του 19ου αι.
* * *η1. ονομασία μυστικής πολιτικής και εγκληματικής οργανώσεως στη Νεάπολη τής Ιταλίας κατά τον 19ο αιώνα με πολιτικούς, αλλά και κακοποιούς σκοπούς2. (κατ' επέκτ.) κάθε εγκληματική ομάδα ανθρώπων, συμμορία κακοποιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camorra].
Dictionary of Greek. 2013.